τρίλια — και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα,… … Dictionary of Greek
τρίλλος — και τρύλλος, ο, Ν η τρίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρίλια, κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
τερετισμός — ο, ΝΑ [τερετίζω] κελάηδημα, τερέτισμα αρχ. (για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια … Dictionary of Greek
τρίλιζα — η, Ν το παιχνίδι τρίλια … Dictionary of Greek
τρίλισμα — το, Ν τερέτισμα πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίλια + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
τρίλλια — η, Ν βλ. τρίλια … Dictionary of Greek
τρίτσα — η, Ν 1. ψάθινο θερινό καπέλο 2. το παιχνίδι τρίλια 3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω 4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ επίδραση τού τρία] … Dictionary of Greek
τριλίζω — Ν [τρίλια] τερετίζω … Dictionary of Greek
τριόδα — η, και τριόδι, το, Ν [τρίοδος] το παιχνίδι τρίλια … Dictionary of Greek