τρίλια

τρίλια
η
1. είδος παιχνιδιού με δύο παίχτες, η τρίλιζα, η τριόδα, η τρίτσα.
2. τερέτισμα.
3. μουσικός καλλωπισμός που γίνεται με γοργότατη εναλλαγή και επανάληψη ενός φθόγγου με τον αμέσως ψηλότερό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίλια — και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα,… …   Dictionary of Greek

  • τρίλλος — και τρύλλος, ο, Ν η τρίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρίλια, κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… …   Dictionary of Greek

  • τερετισμός — ο, ΝΑ [τερετίζω] κελάηδημα, τερέτισμα αρχ. (για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια …   Dictionary of Greek

  • τρίλιζα — η, Ν το παιχνίδι τρίλια …   Dictionary of Greek

  • τρίλισμα — το, Ν τερέτισμα πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίλια + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • τρίλλια — η, Ν βλ. τρίλια …   Dictionary of Greek

  • τρίτσα — η, Ν 1. ψάθινο θερινό καπέλο 2. το παιχνίδι τρίλια 3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω 4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ επίδραση τού τρία] …   Dictionary of Greek

  • τριλίζω — Ν [τρίλια] τερετίζω …   Dictionary of Greek

  • τριόδα — η, και τριόδι, το, Ν [τρίοδος] το παιχνίδι τρίλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”